- αδηφάγος
- Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική χερσόνησο. Το σώμα των θηλαστικών αυτών έχει μήκος 0,85 έως 1 μ. ενώ η ουρά τους φτάνει τα 20 εκ. Το βάρος τους κυμαίνεται από 15 έως 25 κιλά περίπου. Έχουν πυκνό καφέ τρίχωμα με ταινίες ανοιχτότερου χρώματος, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πανωφοριών και ταπέτων. Η περίοδος της κυοφορίας τους κυμαίνεται από 2 έως 4 μήνες, μερικές φορές όμως φτάνει και τους 9. Γεννούν έως 3 μικρά, που τα θηλάζουν περίπου 2 μήνες.
Οι α. είναι ζώα νυχτόβια. Χτίζουν τη φωλιά τους πάνω σε μεγάλα δέντρα ή σε απότομους βράχους. Το καλοκαίρι κυνηγούν ποντίκια, λαγούς, κουνέλια, σκίουρους κλπ., ενώ τον χειμώνα δεν διστάζουν να επιτεθούν ακόμη και σε μεγαλόσωμους τάρανδους. Προσπαθούν να αποφύγουν τον άνθρωπο, αν και, όταν υπάρξει συνάντηση με αυτόν, αγωνίζονται γενναία για την επιβίωσή τους.
Το θηλαστικό αδηφάγος σε αναζήτηση –τι άλλο;– τροφής.
* * *-ο (Α ἀδηφάγος -ον)1. (για έμψυχα) αυτός που τρώει με βουλιμία, λαίμαργος, αχόρταγος, φαγάς2. (για άψυχα) αυτός που κατατρώει, που καταναλίσκει ή καταστρέφει κάτι («ἀδηφάγο πῡρ»)νεοελλ.άπληστος, αχόρταγοςαρχ.αυτός που κοστίζει πολλά, ακριβός, πολυδάπανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄδην + -φάγος < ἔφαγον, τού ρ. ἐσθίω.ΠΑΡ. ἀδηφαγίααρχ.ἀδηφαγῶ].
Dictionary of Greek. 2013.